μονοφωνάρης

μονοφωνάρης
μονοφωνάρης, ὁ (Μ)
συν. στον πληθ. οἱ μονοφωνάροι
αυτοί που εκφράζουν την ίδια γνώμη φωνάζοντας όλοι μαζί, συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μονόφωνος + κατάλ. -άρης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”